Η νύχτα που κάηκαν «Μινιόν» και «Κατράντζος»
Η νύχτα που κάηκαν «Μινιόν» και «Κατράντζος» – Στις 19 Δεκεμβρίου 1980 άλλαξε το λιανεμπόριο
Η Αθήνα είχε φορέσει τα γιορτινά της και το θρυλικό «Μινιόν» στην Πατησίων βρισκόταν και πάλι στο επίκεντρο. Σε σχετικά κοντινή απόσταση το «Κατράντζος Σπορ», ένα ακόμα κατάστημα στο κέντρο της πρωτεύουσας που ήταν σημείο αναφοράς, ιδίως για τα αθλητικά παπούτσια που πουλούσε, στην οδό Σταδίου.
Γύρω στις 3 τα ξημερώματα της 19ης Δεκεμβρίου 1980 δύο εκρήξεις ακούστηκαν στην περιοχή, με διαφορά 10 λεπτών.
Η Πυροσβεστική ενημερώθηκε για φωτιές στα πολυκαταστήματα, οι οποίες μέσα σε μισή ώρα πήραν ανεξέλεγκτες διαστάσεις λόγω και των εύφλεκτων υλικών.
Περίπου 170 πυροσβέστες με 38 οχήματα έκαναν κατάσβεση ταυτοχρόνως σε δύο σημεία, την ώρα που κινδύνευαν άμεσα τα ξενοδοχεία δίπλα στο «Μινιόν». Ο μεγαλύτερος όμως φόβος ήταν οι δεξαμενές πετρελαίου στο υπόγειο του πολυκαταστήματος, γεμάτες με 28 τόνους· εάν οι φλόγες έφταναν εκεί τότε θα τινασσόταν στον αέρα όλη η πλατεία Ομονοίας.
Η φωτιά ήταν τόσο μεγάλη που ήταν ορατή από χιλιόμετρα, ενώ το κέντρο της Αθήνας έμοιαζε με μια πύρινη μπάλα.
Στο σημείο έφτασε ο τότε πρωθυπουργός Γεώργιος Ράλλης, ο οποίος μαζί με πλήθος κόσμου αντίκρισε μία απίστευτη (και σοκαριστική) εικόνα. Αυτόπτης μάρτυρας και ο ιδιοκτήτης του «Μινιόν» Γιάννης Γεωργακάς. Το «Κατράντζος Σπορ» ανήκε τότε στον Βλάση Κατράντζο, γιο του ποδοσφαιριστή του Άρη, Νίκου.
Εν μέσω της εορταστικής περιόδου, λοιπόν, την επόμενη ημέρα οι εφημερίδες κυκλοφόρησαν με μαύρα πρωτοσέλιδα. Η βροχή που έπεσε νωρίς το πρωί έδωσε τη χαριστική βολή στα κουφάρια των δύο κτηρίων. Ο Γιάννης Γεωργακάς λίγες μέρες αργότερα «άνοιξε» το πολυκατάστημα σε παρακείμενα κτήρια, όμως το «Κατράντζος Σπορ» δεν επαναλειτούργησε ποτέ και το κτήριο κατεδαφίστηκε.
Η Πυροσβεστική υπολόγισε τις ζημιές στο «Μινιόν» στα 2 δισ. δραχμές. Ο ιδιοκτήτης του πολυκαταστήματος τόνισε ότι μόνο τόσο κόστιζαν τα εμπορεύματα· είχε άλλωστε πάνω από 120.000 κωδικούς και ήταν το 11ο μεγαλύτερο πολυκατάστημα στην Ευρώπη με περίπου 1.000 υπαλλήλους. Επίσης ήταν το πρώτο που τοποθέτησε κυλιόμενες σκάλες και κλιματισμό στην Ελλάδα και το πρώτο με εστιατόριο self service.
Από την πρώτη στιγμή άρχισε να γίνεται λόγος για τρομοκρατική ενέργεια. Με τηλεφωνήματα σε εφημερίδες η νεοσύστατη Επαναστατική Οργάνωση «Οκτώβρης ’80», ένα παρακλάδι του Επαναστατικού Λαϊκού Αγώνα (ΕΛΑ), ανέλαβε την ευθύνη.
«Όπως κάθε επιχείρηση, έτσι και αυτές στηρίζονται στην εκμετάλλευση των προλετάριων. Τα αφεντικά εκμεταλλεύονται την ανάγκη των προλετάριων να έχουν εισόδημα για να ζήσουν και τους στριμώχνουν στο μεροκάματο, την αλλοτρίωση και τη μιζέρια», έγραφε στην προκήρυξη που έστειλε στις 22 Δεκεμβρίου.
Το θέμα πυροδότησε ένταση και στο πολιτικό σκηνικό. Στην αξιωματική αντιπολίτευση ήταν ο Ανδρέας Παπανδρέου και Πρόεδρος της Δημοκρατίας ο Κωνσταντίνος Καραμανλής.
Πυροδότησε, όμως, και διαφωνίες μεταξύ των τρομοκρατικών οργανώσεων. Ο ΕΛΑ με επιστολή του επέκρινε τα μέλη του που αποχώρησαν και αποκάλυψε ότι χρησιμοποιήθηκε επιταχυντική ουσία που είχε εισαχθεί από την Ολλανδία, ενώ η «17 Νοέμβρη» ισχυρίστηκε ότι οι συγκεκριμένες δράσεις «ήταν επιχειρησιακά ασυντόνιστες, όχι κατάλληλα προετοιμασμένες και πολιτικά επιβλαβείς».
Οι εμπρησμοί όμως δεν τελείωσαν τον Δεκέμβριο του 1980. Από τον Ιούνιο έως τον Ιούλιο της επόμενης χρονιάς στο στόχαστρο βρέθηκαν τα καταστήματα «Κλαουδάτος», «Ατένε», «Δραγώνας» και «Λαμπρόπουλος». Εκατοντάδες εργαζόμενοι έμειναν άνεργοι από τη μία στιγμή στην άλλη, επιχειρηματίες καταστράφηκαν οικονομικά, ενώ ο χάρτης του λιανεμπορίου άλλαξε αφού οι κυβερνήσεις δεν μπόρεσαν να βοηθήσουν και ξένοι επενδυτές ήταν αυτοί που κάλυψαν το κενό που δημιουργήθηκε.
Η αστυνομία έκανε κάποιες προσαγωγές, αλλά δεν προχώρησε σε καμία σύλληψη. Πλέον και οι έξι υποθέσεις έχουν παραγραφεί.
Σε ό,τι αφορά το «Μινιόν», επαναλειτούργησε το 1983 με δάνεια, στη συνέχεια κρατικοποιήθηκε λόγω χρεών, έναν χρόνο μετά ξαναπέρασε στα χέρια του αρχικού ιδιοκτήτη. Το 1998 το κτήριο αποκτήθηκε από την Elmec Sports, και μετά την εξαγορά της πέρασε στον όμιλο Folli Follie. Το 2021 βγήκε σε διαγωνισμό στον οποίο πλειοδότησε η εταιρεία ανάπτυξης ακινήτων Dimand.