ΚΥΚΛΩΜΑ ΕΠΙΟΡΚΩΝ ΤΗΣ ΕΛ.ΑΣ.
Η "γαλάζια" αρχισυνδικαλίστρια - τηλεπερσόνα Συμεωνίδου στο κύκλωμα των επίορκων της ΕΛ.ΑΣ. μαζί με τον σύζυγο της, Γιώργο Μπέλο που είναι διοικητής ασφαλείας Ασπροπύργου. Τι λέει στο edolio5 η ποινικολόγος Βούλα Δημητριάδου που υπερασπίζεται τον φερόμενο ως εγκέφαλο. "Ζαλίστηκε" ο εισαγγελέας μόλις άνοιξε το χρηματοκιβώτιο που είχε στο γραφείο του ο Μπέλος. Όλη η δικογραφία.
Του Άρη Σπίνου
Δείτε το διάγραμμα δραστηριότητας της εγκληματικής οργάνωσης
Όλα δείχνουν πως το κύκλωμα «έσπρωχνε» τους πελάτες να δηλώσουν μόνιμη κατοικία την ευρύτερη περιοχή Ασπροπύργου, δηλαδή την περιοχή αρμοδιότητας της οικείας διεύθυνσης του Τμήματος Ασφαλείας όπου ήταν διοικητής ο Μπέλος. Όλα ξεκινούσαν και όλα τελείωναν εκεί. Από τις πρώτες λεπτομέρειες της δικογραφίας προκύπτει πως οι «εγκέφαλοι» του κυκλώματος είχαν την εξαιρετικά πρωτότυπη ιδέα να χρησιμοποιούν ελληνικά ονόματα που ανήκαν σε ομογενείς από τον Καύκασο με τα οποία «ξέπλεναν» βαρυποινίτες από την Αλβανία. Μια ιδέα που πραγματικά εντυπωσιάζει με την πρωτοτυπία της.
Το κύκλωμα είχε αναπτύξει ιεραρχικά δομημένο και πολύπλοκο δίκτυο συνεργατών, οι οποίοι, υπό τις εντολές του διευθύνοντος της οργάνωσης, δραστηριοποιούνταν στην έκδοση γνήσιων (τυπικά) δελτίων ταυτότητας και διαβατηρίων Έλληνα πολίτη, κυρίως σε αλλοδαπούς αλλά και σε ημεδαπούς, πολλές φορές με πλούσιο ποινικό παρελθόν.
Από τη συνδυαστική αξιολόγηση των συλλεχθέντων αποδεικτικών στοιχείων προέκυψε ότι η δράση της εγκληματικής οργάνωσης τοποθετείται από τουλάχιστον τον Απρίλιο του 2013, με το συνολικό οικονομικό όφελος του δικτύου να υπολογίζεται ότι ξεπερνά τα 5.000.000 ευρώ.
Σχετικά με τον τρόπο δράσης («modus operandi») της εγκληματικής οργάνωσης, σημειώνεται ότι κάθε μέλος είχε διακριτό ρόλο που -κατά περίπτωση- ήταν η προσέλκυση ενδιαφερομένων, η παράσταση ως μάρτυρας ταυτοπροσωπίας, η προμήθεια πιστοποιητικών οικογενειακής κατάστασης, η έκδοση δελτίων ταυτότητας, η παροχή πληροφοριών μέσω αναζητήσεων σε ηλεκτρονικές εφαρμογές της Ελληνικής Αστυνομίας ή γενικότερα στην υποβοήθηση του έργου της οργάνωσης.
Συγκεκριμένα, ο «διευθυντής» της οργάνωσης κατηύθυνε τα υπόλοιπα μέλη και συντόνιζε τις ενέργειές τους, έφερνε σε επαφή τους ενδιαφερόμενους με τα «αρμόδια» μέλη της οργάνωσης και καθόριζε το χρηματικό ποσό που έπρεπε να καταβληθεί για την έκδοση των εγγράφων.
Παράλληλα, με τη συνδρομή του δεύτερου ηγετικού στελέχους και υπαλλήλων δημοτολογίων και ληξιαρχείων, αναζητούσαν την κατάλληλη οικογενειακή μερίδα, κυρίως Ελλήνων παλιννοστούντων από χώρες της πρώην ΕΣΣΔ ή προέβαιναν στην κατάρτιση τέτοιων μερίδων, μέσω δήλωσης εικονικών γάμων και γεννήσεων στο εξωτερικό, με τη χρήση πλαστών πιστοποιητικών αλλοδαπών αρχών.
Επιπρόσθετα, καθοδηγούσε τους «πελάτες» προκειμένου να δηλώνουν ως τόπο κατοικίας διεύθυνση η οποία να εμπίπτει στην εδαφική αρμοδιότητα συγκεκριμένου Τμήματος Ασφαλείας ή Γραφείου Διαβατηρίων στο οποίο ο αρμόδιος αστυνομικός να ήταν μέλος της οργάνωσης.
Στη συνέχεια, με τη χρήση του εκδοθέντος πιστοποιητικού οικογενειακής κατάστασης, τις φωτογραφίες και τα παράβολα, καθώς και με την παρουσία ως μάρτυρα ταυτοπροσωπίας μέλους της οργάνωσης, μετέβαιναν με τον ενδιαφερόμενο στην εκάστοτε εκδούσα αρχή.
Εκεί οι αστυνομικοί παραλάμβαναν τα σχετικά δικαιολογητικά και προέβαιναν στην παράνομη έκδοση ταυτότητας ή στην ανάλογη διαδικασία για την έκδοση διαβατηρίου.
Επιπρόσθετα, όπως προέκυψε από την έρευνα, κατά περίπτωση, οι αστυνομικοί μέλη της οργάνωσης προέβαιναν για λογαριασμό της οργάνωσης στον εντοπισμό, μέσω της ηλεκτρονικής βάσης δεδομένων της Ελληνικής Αστυνομίας, στοιχείων ταυτότητας που ακολούθως χρησιμοποιούνταν σε ψευδείς βεβαιώσεις ταυτοπροσωπίας.
Κατά τις συνομιλίες τους τα μέλη του κυκλώματος χρησιμοποιούσαν κώδικες επικοινωνίας με χαρακτηριστικές λέξεις για τα έγγραφα που εξέδιδε. Συγκεκριμένα, ως «μπλε» ανέφεραν το δελτίο ταυτότητας και ως «βιβλιαράκι» το διαβατήριο, ενώ, όπως διαπιστώθηκε, πολλές από τις τηλεφωνικές συνδέσεις που χρησιμοποίησαν στην έκδοση των εγγράφων ήταν καταχωρισμένες τηλεφωνικές συνδέσεις μελών της εγκληματικής οργάνωσης.
Σημειώνεται ότι, για την έκδοση κάθε εγγράφου, ο ενδιαφερόμενος κατέβαλλε χρηματικό ποσό ύψους τουλάχιστον 30.000 ευρώ.
Το κύκλωμα είχε αναπτύξει ιεραρχικά δομημένο και πολύπλοκο δίκτυο συνεργατών, οι οποίοι, υπό τις εντολές του διευθύνοντος της οργάνωσης, δραστηριοποιούνταν στην έκδοση γνήσιων (τυπικά) δελτίων ταυτότητας και διαβατηρίων Έλληνα πολίτη, κυρίως σε αλλοδαπούς αλλά και σε ημεδαπούς, πολλές φορές με πλούσιο ποινικό παρελθόν.
Από τη συνδυαστική αξιολόγηση των συλλεχθέντων αποδεικτικών στοιχείων προέκυψε ότι η δράση της εγκληματικής οργάνωσης τοποθετείται από τουλάχιστον τον Απρίλιο του 2013, με το συνολικό οικονομικό όφελος του δικτύου να υπολογίζεται ότι ξεπερνά τα 5.000.000 ευρώ.
Σχετικά με τον τρόπο δράσης («modus operandi») της εγκληματικής οργάνωσης, σημειώνεται ότι κάθε μέλος είχε διακριτό ρόλο που -κατά περίπτωση- ήταν η προσέλκυση ενδιαφερομένων, η παράσταση ως μάρτυρας ταυτοπροσωπίας, η προμήθεια πιστοποιητικών οικογενειακής κατάστασης, η έκδοση δελτίων ταυτότητας, η παροχή πληροφοριών μέσω αναζητήσεων σε ηλεκτρονικές εφαρμογές της Ελληνικής Αστυνομίας ή γενικότερα στην υποβοήθηση του έργου της οργάνωσης.
Συγκεκριμένα, ο «διευθυντής» της οργάνωσης κατηύθυνε τα υπόλοιπα μέλη και συντόνιζε τις ενέργειές τους, έφερνε σε επαφή τους ενδιαφερόμενους με τα «αρμόδια» μέλη της οργάνωσης και καθόριζε το χρηματικό ποσό που έπρεπε να καταβληθεί για την έκδοση των εγγράφων.
Παράλληλα, με τη συνδρομή του δεύτερου ηγετικού στελέχους και υπαλλήλων δημοτολογίων και ληξιαρχείων, αναζητούσαν την κατάλληλη οικογενειακή μερίδα, κυρίως Ελλήνων παλιννοστούντων από χώρες της πρώην ΕΣΣΔ ή προέβαιναν στην κατάρτιση τέτοιων μερίδων, μέσω δήλωσης εικονικών γάμων και γεννήσεων στο εξωτερικό, με τη χρήση πλαστών πιστοποιητικών αλλοδαπών αρχών.
Επιπρόσθετα, καθοδηγούσε τους «πελάτες» προκειμένου να δηλώνουν ως τόπο κατοικίας διεύθυνση η οποία να εμπίπτει στην εδαφική αρμοδιότητα συγκεκριμένου Τμήματος Ασφαλείας ή Γραφείου Διαβατηρίων στο οποίο ο αρμόδιος αστυνομικός να ήταν μέλος της οργάνωσης.
Στη συνέχεια, με τη χρήση του εκδοθέντος πιστοποιητικού οικογενειακής κατάστασης, τις φωτογραφίες και τα παράβολα, καθώς και με την παρουσία ως μάρτυρα ταυτοπροσωπίας μέλους της οργάνωσης, μετέβαιναν με τον ενδιαφερόμενο στην εκάστοτε εκδούσα αρχή.
Εκεί οι αστυνομικοί παραλάμβαναν τα σχετικά δικαιολογητικά και προέβαιναν στην παράνομη έκδοση ταυτότητας ή στην ανάλογη διαδικασία για την έκδοση διαβατηρίου.
Επιπρόσθετα, όπως προέκυψε από την έρευνα, κατά περίπτωση, οι αστυνομικοί μέλη της οργάνωσης προέβαιναν για λογαριασμό της οργάνωσης στον εντοπισμό, μέσω της ηλεκτρονικής βάσης δεδομένων της Ελληνικής Αστυνομίας, στοιχείων ταυτότητας που ακολούθως χρησιμοποιούνταν σε ψευδείς βεβαιώσεις ταυτοπροσωπίας.
Κατά τις συνομιλίες τους τα μέλη του κυκλώματος χρησιμοποιούσαν κώδικες επικοινωνίας με χαρακτηριστικές λέξεις για τα έγγραφα που εξέδιδε. Συγκεκριμένα, ως «μπλε» ανέφεραν το δελτίο ταυτότητας και ως «βιβλιαράκι» το διαβατήριο, ενώ, όπως διαπιστώθηκε, πολλές από τις τηλεφωνικές συνδέσεις που χρησιμοποίησαν στην έκδοση των εγγράφων ήταν καταχωρισμένες τηλεφωνικές συνδέσεις μελών της εγκληματικής οργάνωσης.
Σημειώνεται ότι, για την έκδοση κάθε εγγράφου, ο ενδιαφερόμενος κατέβαλλε χρηματικό ποσό ύψους τουλάχιστον 30.000 ευρώ.
Όπως φαίνεται σύμφωνα με την δικογραφία εκτός από τον φερόμενο ως εγκέφαλο την υπεράσπιση του οποίου έχει αναλάβει η ποινικολόγος Βούλα Δημητριάδου σημαντικό ρόλο είχε ο διοικητής ασφαλείας Ασπροπύργου Γιώργος Μπέλος μαζί με την σύζυγο του Σοφία Συμεωνίδου που εκπροσωπούσε την ΠΟΑΣΥ σε τηλεοπτικές εκπομπές. Σύμφωνα με την κ. Δημητριάδου ο ρόλος του εντολέα της "θα αποδείξουμε ότι δεν ήταν εγκέφαλος αλλά ένας φουκαράς που για να βγάλει μερικά ευρώ σύστηνε ομοεθνείς του στον διοικητή προκειμένου να τους βοηθήσει. Τι έκαναν μετά αυτοί δεν γνώριζε".